- σύριος
- (I)-α, -ο / σύριος, -ία, -ον, ΝΜΑ [Συρία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Συρία ή αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Συρία, συριακόςαρχ.φρ. «Συρία θεός» — θεότητα που λατρευόταν στην Ιεράπολη τής Συρίας ως μητέρα όλων τών έμψυχων όντων ταυτιζόμενη στους Έλληνες με την Αφροδίτη και την Ήρα, αλλ. Ατάργατις*.————————(II)-α, -ο / σύριος, -ία, -ον, ΝΜ [Συριος](για πρόσ.) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στη νήσο Σύρο, ο συριανός.
Dictionary of Greek. 2013.